- λυκοπένιο
- τοχημ.οργανική ένωση που ανήκει στη σειρά τών ισοπρενοειδών, στην οποία οφείλεται το κόκκινο χρώμα τών καρπών τής ντομάτας, τών ανθέων και τών καρπών τής άγριας τριανταφυλλιάς, καθώς και πολλών άλλων καρπών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek